- αξομολόγητος
- (κ. αξεμ -), -η, -ο1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν εξομολογήθηκε σε ιερέα2. (για πράξεις) αυτό που δεν ομολόγησε κάποιος, που δεν το εκμυστηρεύθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξεμολόγητος — η, ο (βλ. αξομολόγητος) … Dictionary of Greek